- ὕστερος
- ὕστερος, α, ον позднейший, случающийся после чего
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ὕστερος — latter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο (συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος) 1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη. 2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστέρως — ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερέων — ὕστερος latter masc/fem gen pl (epic ionic) ὑστέρα womb fem gen pl (epic ionic) ὑστερέω to be behind pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέραις — ὕστερος latter fem dat pl ὑστέρα womb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέραισιν — ὕστερος latter fem dat pl (epic ionic aeolic) ὑστέρα womb fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρη — ὕστερος latter fem nom/voc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem nom/voc sg (epic ionic) ὑ̱στέρη , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρην — ὕστερος latter fem acc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρης — ὕστερος latter fem gen sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem gen sg (epic ionic) ὑ̱στέρης , ὑστερέω to be behind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρους — ὕστερος latter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)